Δεκαεννέα ετών ήμουν, ενθυμούμαι, όταν επήρα τον δρόμον δια το Περιβόλι της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος. Τον δρόμον αυτόν προς τον Μοναχικόν βίον μου τον υπέδειξεν η ενάρετος και φιλομόναχος μητέρα μου – νυν Μοναχή Θεοφανώ.
Εις τα πρώτα έτη της δυστυχίας της Κατοχής, όταν είχα διακόψει χάριν εργασίας το Γυμνάσιον, ήλθε σε μίαν από τις δύο εκκλησίες των Παλαιοημερολογιτών εις τον Βόλον ένας ιερομόναχος Αγιορείτης ως εφημέριος. Αυτός ήτον καλογέρι του Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, καθώς τον έλεγεν. Αυτός ο Αγιορείτης ιερομόναχος εστάθηκε δι’ εμένα εκείνον τον καιρόν πολύτιμος σύμβουλος και βοηθός εις την πνευματικήν μου πορείαν. Τον έκαμα Πνευματικόν και με τις διηγήσεις του και τις συμβουλές του εις ολίγον καιρόν άρχισα να αισθάνωμαι την καρδίαν μου να ξεμακραίνη από τον κόσμον και να προσκολλάται προς το Άγιον Όρος. Μάλιστα, όταν μου ωμιλούσε δια την ζωήν του Γέροντος Ιωσήφ, κάτι εφλέγετο μέσα μου, και διάπυρος εγένετο η ευχή και ο πόθος μου, πότε να τον γνωρίσω. […] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)
* περιορισμένος αριθμός αντιτύπων.