ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Κατηγορία: Πατερικά

Εκδοτικός Οίκος: ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

Κωδικός: 050.034.066

40.25

Είναι ομολογουμένως η ψυχή το υπερκείμενον και εξαίρετον μέρος του ανθρώπου, η εικών η θεία, το δοχείον των απαυγασμάτων του Πνεύματος όθεν δια τούτο σωτήριον είναι και πρέπον, ίνα όλαι αι φροντίδες ημών αποβλέπωσι προς την εκείνης ωφέλειαν και απάρτισμα επειδή δια την κλήσιν του Σωτήρος, ης ηξιώθημεν, ως σκιάν και όναρ να καταφρονώμεν τα του κόσμου και του σώματος εντελλόμεθα. Μεταξύ λοιπόν άλλων όσα συντρέχουσι προς το σκοπιμώτατον τούτο τέλος εκάστου οπαδού του Χριστού, δεν είναι κανέν άλλο ψυχωφελέστερον ή σωτηριωδέστερον από τα ιερά συγγράμματα εκείνων των θεοφόρων της Εκκλησίας μας πατέρων, τα οποία εν αγίω Πνεύματι ο θείος αυτών νους εξεπόνησε προς ψυχικήν σωτηρίαν οποίον δη εστί και το παρόν πνευματικόν αξιάγαστον πόνημα του θεσπεσίας και αοιδίμου μνήμης Πατρός ημών Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Ούτος ο θειότατος Πατήρ, ερανισάμενος μίαν σύνοψιν των γραφών και των πατέρων, εν ταις σοφαίς του εξηγήσεσι των ιερών της Εκκλησίας τελετών και λοιπών, και αποδεξάμενος λαμπρώς τας ακτίνας της θεαρχικωτάτης Τριαδικής ελλάμψεως, και παν φρόνημα σαθρόν των ετεροδόξων με τας δεινάς του εν Πνευματι διδασκαλίας καταπολεμήσας, ανέτειλεν ως άλλος ήλιος τη Εκκλησία ικανός να διαλύση πάσαν σκοτόμαιναν αθεΐας, και αιρέσεως. Είναι περιττόν να παραστήσω της βίβλου το ατίμητον, καθότι τα πράγματα λόγων ου χρήζουσιν αλλ’ αρμόζει περί αυτής να είπωμεν το του Κράτητος «φιλοσοφείτε, φιλοσοφείτε μάλλον ή αναπνείτε». Αναγινώσκετε, λέγω και εγώ, αναγινώσκετε αυτήν μάλλον ή αναπνείτε το μεν γαρ αναπνείν προξενεί το ζην, η δε ανάγνωσις αυτής, το κατά Θεόν ζην. Αύτη φωτίζει και σοφούς και ιδιώτας, και με τα νάματα των εν αυτή πνευματικών διδαγμάτων καταρδεύει πάσαν ψυχήν ευσεβή και ορθόδοξον καταλάμπει κάθε νουν, ανατρέπει όλους τους ψυχοβλαβείς εκείνους διωγμούς, οι οποίοι πολλάκις εξ επηρείας του πονηρού την διάνοιάν μας ταράττουσι. Πλην αυτός ο πολύτιμος των ψυχών θησαυρός, δια την δυστυχίαν του κλεινού μας Γένους, ήτον μόνον εις μερικούς απολαυστός, επειδή ως συγγεγραμμένος εις διάλεκτον ελληνικήν, συνέβαινε να ήναι καταληπτός εις τους σπουδαίους μόνον.
Εάν αφήρουν, εάν προσέθετον, εάν ήθελον αλλάξη μερικά από το κείμενον, αδύνατον ήτον να αποφύγω τότε την κατηγορίαν τόλμης και αυθαδείας, εάν επεχείρουν, λέγω, εγώ ο χους και ο πηλός, ο προσηλωμένος όλος εις τα γήινα, να επιδιορθώσω τοιούτον Φωστήρα της Εκκλησίας. Ηξεύρουν οι ειδότες πόσον το πρωτότυπον είναι ακαλλώπιστον από τέχνην ρητόρων και από ιδέαν λόγου ελληνικού αλλά ο συγγραφεύς, ως αλιέων μαθητής, φαίνεται ότι απέρριπτεν εξεπίτηδες ως μάταια τα ρητορικά καλλωπίσματα φθεγγόμενος, καθώς λέγει ο Ουρανοφάντωρ Αστήρ «νουν μεν αληθή, λέξιν δε αγαθήν». […] (Από τον πρόλογο του μεταφραστή)