Το πρωί πέσανε οι πρώτες ακτίνες στο καλυβάκι του Γρηγορίου. Κουράστηκαν ζητώντας να τρυπώσουνε μέχρι μέσα. Το είχανε τάμα, να μπαίνουνε το πρωί νωρίς, ν’ ακουμπάνε απαλά στην ιερή κεφαλή του γέροντα, έτσι για να πάρουνε την ευλογία του. Το ‘χαν καλύτερο, να βλέπουνε το ιερό καλυβάκι από το να φωτίζουνε ανίερα παλάτια. Και σήμερα, μόλις είδανε το μικρό φεγγίτη, μπήκανε διακριτικά στο ιερό βήμα της προσευχής. Βρήκανε το γέροντα γονατιστό. Ακούμπαγε το κεφάλι σε οριζόντιο ξύλο, καρφωμένο σε κάθετο κοντόξυλο. Ο γέροντας τώρα δεν έκλαιγε γοερά. Τα δάκρυα μόνο κύλαγαν ήρεμα. Κύλαγαν απαλά και τα μάζευε ο Θεός, τα ‘βαζε προσεχτικά στη ζυγαριά. Μ’ αυτά μέτραγε τη χάρη του. Πολλά δάκρυα, πολλή χάρη. Και είχανε τόσο πολύ βάρος αυτά τα δάκρυα, που δεν πρόφταινε ο Θεός να δίνει χάρη. Έδινε, έδινε… λευτερωνόταν ο Γρηγόριος από το παράπονό του, γέμιζε μέσα του με παρουσία του Θεού… Μέχρι που ένιωσε στο πλευρό, στο κεφάλι, τη θωπεία της ακτίνας του ήλιου… κουνήθηκε να σηκωθεί, να βγει στην πορτούλα, να δει το Θεό στο πρόσωπο του ήλιου.
Να σηκωθεί… μία κουβέντα ήταν… Πως να σηκωθεί; Τ’ άρρωστα μέλη του είχανε ξυλιάσει σε κείνη τη στάση. Είδε κι έπαθε, προσπάθησε πολλή ώρα, κάποτε σύρθηκε στο κατώφλι να πει καλημέρα του ήλιου. Άπλωσε τα χέρια του να χαϊδέψει το αεράκι, έφερε γύρω τα μάτια να συνεννοηθεί με τα δέντρα, το χώμα… Κούνησε τα χείλη να πει δύο κουβέντες και στα μικρά πουλάκια.
…Ξημέρωσε αλλιώτικη, χαριτωμένη, εποχή για το Γρηγόριο. Ζούσε για να προσεύχεται, να κλαίει, ν’ αγαπάει, να περιαυγάζεται από το θείο φως, ν’ αναπαύεται στην αγκάλη της αγίας Τριάδας, να… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
€8.00